dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
παίρνω είδηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufmerksam werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
παίρνω είδηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bemerken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παίρνω είδηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
merken
Ⓦ
Ⓖ
…